- εὐκατάκλαστος
- εὐκατά-κλαστος, ον,A gloss on εὐκέατος, Sch.Od.5.60.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εὐκατακλάστου — εὐκατάκλαστος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)